γλουτένη

γλουτένη
Φυτική πρωτεΐνη που αποτελεί συστατικό των σπόρων των δημητριακών. Στην πρωτεΐνη αυτή οφείλεται η διόγκωση και η ελαστικότητα της αρτομάζας, καθώς έχει την ιδιότητα να συγκρατεί το παραγόμενο διοξείδιο του άνθρακα και να δημιουργεί το σπογγώδες πλέγμα στο εσωτερικό της. Οι ιδιότητές της ποικίλλουν ανάλογα με την προέλευσή της. Συνήθως, έχει τη μορφή φαιοκίτρινης σκόνης και παραλαμβάνεται εύκολα από την αλευρομάζα κατά την κατεργασία της με κρύο νερό. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλευρόκολλας, γλουταμινικού οξέως και νατρίου, καθώς και ζωοτροφών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • αλευρόκολλα — η 1. κόλλα από αλεύρι (βράζεται με ανάλογο νερό) 2. η αζωτούχος ύλη τών δημητριακών, αλλ. γλουτένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόλλα] …   Dictionary of Greek

  • ζελατίνη — Κολλοειδές προϊόν μαλακής σύστασης. Όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε ιξώδες υγρό και όταν διαδοχικά ψυχθεί, επανέρχεται στην κατάσταση της στερεάς μάζας. Υπάρχουν ζ. ζωικές και φυτικές ανάλογα με την προέλευσή τους. Οι πρώτες παρασκευάζονται από… …   Dictionary of Greek

  • κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • κοιλιοκάκη — η ιατρ. διαταραχή τής εντερικής απορρόφησης λόγω δυσανεξίας στη γλουτένη, η οποία παρατηρείται προπαντός στα βρέφη και προκαλεί κυρίως υπερβολική διάρροια, κοιλιακό μετεωρισμό και υποθρεψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ.… …   Dictionary of Greek

  • φυτόκολλα — η, Ν (χημ. τεχνολ.) ουσία πρωτεϊνικής σύστασης που έχει τη μορφή γκριζοκίτρινης σκόνης και αποτελεί συστατικό τών κόκκων τού σιταριού και άλλων δημητριακών, η γλουτένη …   Dictionary of Greek

  • σίκαλη ή βρίζα — (ΣίκαλIς η σιτηρά). Ετήσιο σιτηρό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε μερικές μάλιστα (Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Πολωνία) υπερβαίνει και την καλλιέργεια του σταριού, επειδή… …   Dictionary of Greek

  • φυτόκολλα — η αζωτούχα ύλη των σιτηρών, η γλουτένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”